-
1 εὕδω
A , E.Rh. 763, 779,εὗδον Il.2.2
, Theoc. 2.126; [dialect] Ep. iter.εὕδεσκε Il.22.503
: [tense] fut. : [tense] aor. εὕδησα ( καθ-) Hp.Int.12:— sleep, Il.2.19, Hdt.1.34, etc.: c. acc. cogn.,ὁππότ' ἂν αὖτε εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον Od.8.445
;ὕπνον οὐκ εὐδαίμονα E.HF 1013
;γλυκερὸν καὶ ἐγέρσιμον ὕπνον Theoc.24.7
;μακρὸν ἀτέρμονα νήγρετον ὕπνον Mosch.3.104
; ὕπνῳ γ' εὕδοντα slumbering in sleep, S.OT65;εὕδειν.. παρὰ χρυσέῃ Ἀφροδίτῃ Od.8.337
, cf. 342;ξὺν ὁμήλικι εὕδειν Thgn.1063
;ὅλην διατελεῖν νύκτα εὕδοντα Pl.Lg. 807e
; of the sleep of death,Πρόμαχος δεδμημένος εὕδει ἔγχει ἐμῷ Il.14.482
;οὑμὸς εὕδων.. νέκυς S.OC 621
.II metaph., rest, be still,ὄφρ' εὕδῃσι μένος Βορέαο Il.5.524
;εὑδέτω πόντος εὑδέτω δ' ἄμοτον κακόν Simon. 37.15
, cf. A.Ag. 566;πόλεμον εὕδοντ' ἐπεγείρει Sol.4.19
;εὕδουσιν ὀρέων κορυφαί Alcm.60.1
;οὔπω κακὸν τόδ' εὕδει E.Supp. 1147
(lyr.); εὕδει χάρις sleeps, ceases, Pi.I.7(6).17; ; of the mind or heart, to be at ease, , cf. Theoc.2.126; of persons, take one's ease, be inactive,κεἰ βραδὺς εὕδει S.OC 307
; Γοργίαν ἐάσομεν εὕδειν we will let him rest, Pl.Phdr. 267a. ( καθεύδω is generally used in [dialect] Att. and later Prose, exc. Pl. Il.c., X.Cyn.5.11.)
См. также в других словарях:
εύδω — εὕδω (ΑΜ) κοιμάμαι (α. «ὁππότ ἄν αὖτε εὕδῃσθα γλυκὺν ὕπνον», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. κοιμούμαι τον ύπνο τού θανάτου 2. κοπάζω, παύω, ησυχάζω (α. «ὄφρ εὕδῃσι μένος Βορέαο» για να πέσει η ορμή τού Βοριά, Ομ. Ιλ.) 3. (για τον νου ή την καρδιά) είμαι ήσυχος … Dictionary of Greek